Της Ελευθερίας Μηλάκη
Περπατούσαμε με τον πατέρα μου στην οδό Έβανς, στο Ηράκλειο. Ήταν ανάμεσα στο 2006 και στο 2008… Δεν θυμάμαι ακριβώς τότε, αλλά ήταν στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Συναντήσαμε τυχαία ένα παλιό του γνωστό, συμμαθητή. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο. Ακόμα δεν παντρεύτηκες; Τι να γίνει… Αυτές που ήθελα δεν με ήθελαν, αυτές που με ήθελαν δεν τις ήθελα εγώ. Έτσι είναι η ζωή. Δεν τον θυμάμαι τώρα πως ήταν, αλλά φαινόταν μια χαρά από άποψη εμφάνισης. Αντάλλαξαν ακόμα μερικά λόγια και μετά φύγαμε. Λες να καταντήσω έτσι και εγώ; Να έχουν οι άλλοι εγγόνια και εγώ να λέω ότι αυτοί που ήθελα δεν με ήθελαν και το αντίστροφο; Με κυρίεψε ένας φόβος. Ήταν φθινόπωρο, όπως τώρα. Νοέμβρης, γιατί είχαν ήδη να εμφανίζονται δειλά δειλά οι πρώτοι χριστουγεννιάτικοι στολισμοί. Περνούσα καλά. Μπορεί να ήμουν μόνη, αλλά δεν μου έλειπε τίποτα. Δεν είχα οικονομική ανάγκη. Όταν περνάς καλά δεν έχεις τόσο πολύ στο μυαλό σου το θέμα του γάμου. Αυτή ήταν η γνώμη μιας φίλης μου που και αυτή ήταν επιτυχημένη επιστήμονας και πολύ όμορφη. Ταξίδια, ψώνια, παρέες για καφέ ή φαγητό και πολλή, πολλή δουλειά, ακόμα και σε επαγγέλματα που δεν θεωρούνται περιζήτητα, όπως ήταν το δικό μου.
Όταν έφυγε ο παλιός φίλος, ο μπαμπάς μου μίλησε γι’ αυτόν. Αυτός παιδί μου ήταν κομμουνιστής. Έζησε φυλακίσεις και εξορίες, του κατέστρεψαν τη ζωή… Όταν έγιναν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο εγώ ζούσα στην Αθήνα. Ήθελα να γίνω γιατρός. Και πέρασα. Όμως για ένα σοβαρό λόγο έχασα την προθεσμία για την εγγραφή μου, πήγα εκεί έκανα φασαρία, αλλά για κανένα λόγο δεν δέχονταν να γίνει η εγγραφή μου. Τότε παιδί μου δεν κυνηγούσαν μόνο τους κομμουνιστές, αλλά και όλους τους πολίτες που αντιδρούσαν και ήθελαν δημοκρατία. Οι μόνοι που δεν τους ενοχλούσε κανείς ήταν εκείνοι που ανέχονταν τις πράξεις του καθεστώτος ή που δεν έβλεπαν πέρα από τη μύτη τους και ζούσαν χαρούμενα τη ζωούλα τους σαν να ήταν όλα εντάξει. Έκανα διάφορες δουλειές. Είχα δουλέψει ως ταχυδρόμος, με ποδήλατο. Μετά πήγα στην αστυνομία, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως δεν μου άρεσε. Δεν μου ταίριαζε. Δεν ήθελα να είμαι όργανο σε κανένα κράτος και ειδικά σε ένα αυταρχικό. Ας την κάνουν άλλοι τη δουλειά αυτή, εμένα δεν μου άρεσε. Και τελικά πήγα στην Πυροσβεστική, ήθελα να κάνω το καλό για όλους, αλλά δεν ήθελα και να είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Έτσι αποφάσισα να σπουδάσω στη σχολή αξιωματικών. Είχε τύχει να κρύψω ή να βοηθήσω φίλους που τους κυνηγούσαν. Είχα ακούσει για το Λαμπράκη, τον Παναγούλη και μετά γνώρισα στην Κέρκυρα και τον Κώστα Γεωργάκη, γιατί έμενα ακριβώς απέναντι από το άγαλμά του. Και μια μέρα βρήκα τυχαία ένα βιβλιαράκι με τίτλο «αυτός είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», αλλά δεν μου φάνηκε ενδιαφέρον και δεν μπήκα καν στον κόπο να το ανοίξω. Μετανιώνω τώρα, θα ήθελα να ήξερα τι ήθελε να πει εκείνο το βιβλιαράκι. Σίγουρα θα έλεγε ότι στην Κατοχή δεν είχε βούτυρο και άλλα τέτοια.
Είχε έρθει στην Κέρκυρα να με επισκεφθεί. Φορούσε ένα κόκκινο πλεκτό γιλέκο που το είχε πλέξει μια συγγενής του. Τότε ήταν πενήντα. Κάτι συμφοιτήτριες μου τον είδαν και νόμιζαν ότι ήταν το… αγόρι μου. Εκείνες δεν είχαν τόσο ωραίο μπαμπά… Επέστρεψα από το μάθημα και δεν τον βρήκα στο σπίτι. Μα που ήσουν; Είδα μια διαδήλωση και πήγα και εγώ… Υπάρχει όμως και ένας άλλος κόσμος. Έτυχε να βρεθώ σε ένα περιβάλλον νοσταλγών… Θυμάσαι, στου Αβέρωφ, τις μοτοσυκλέτες που κάνανε θόρυβο να μην ακούγονται οι φωνές; Καθωσπρέπει άνθρωποι. Ευκατάστατοι και επιτυχημένοι επαγγελματίες. Πάππου προς πάππου ναζί. Όταν πήγα στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου της Βικτώρια Χίσλοπ, στην οποία ο πρωθυπουργός έδωσε ελληνική ιθαγένεια πρόσφατα, δήλωσε ότι ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για τη χούντα. Έλληνες φίλοι μου, είπε η συγγραφέας, μου έχουν πει ότι τότε ζούσαν καλά, θέλω να το ερευνήσω το θέμα. Μπράβο, σκέφτηκα, ωραίους φίλους έχεις. Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
Από εορτασμούς του Πολυτεχνείου δεν θυμάμαι πολλά. Γινόταν γιορτή του σχολείου, στο Θεατρικό Σταθμό ή σε μια αίθουσα κινηματογράφου. Ακούγαμε τα ίδια πάντα τραγούδια. Αχ χελιδόνι μου, το Σφαγείο, το Ακκορντεόν, Γιατί να γίνω Μάνα και άλλα. Θα ήθελα και εγώ να ήμουν στη χορωδία, αλλά δεν έχω καλή φωνή. Ακόμα και όταν μιλάω, η φωνή μου είναι ενοχλητικά δυνατή και επειδή μιλάω και πολύ, δύσκολα κάποιος με ακούει για πολύ. Έτσι ήταν και ο παππούς μου, ο μπαμπάς του μπαμπά μου, μιλούσε ασταμάτητα, ήξερε πολλές ιστορίες. Άλλοι τον άκουγαν με ενδιαφέρον, άλλοι κουράζονταν, άλλοι τον άκουγαν για να μην τον στενοχωρήσουν… Ακούγαμε τα τραγούδια και βλέπαμε μετά στην τηλεόραση την Πορεία, τα γαρύφαλλα και τον κόσμο που θυμόταν και τιμούσε την επαίτειο.
Σε μία τάξη πριν από λίγα χρόνια, ζήτησα από τα παιδιά να ζωγραφίσουν κάτι για την ημέρα του Πολυτεχνείου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ζωγραφιά του μικρού, ας πούμε ότι τον έλεγαν Πέτρο. Είχε ζωγραφίσει το Πολυτεχνείο και στην πύλη ένας αστυνομικός έδερνε ένα φοιτητή. Μου έκανε εντύπωση και αναρωτιόμουν ποιος του είχε πει κάτι τέτοιο. Εμένα κυρία οι γονείς μου δεν με δέρνουνε καθημερινά, μόνο μια δυο φορές το μήνα, αν είμαι κακό παιδί, με έβγαλε από τις σκέψεις μου ο μικρός. Φαίνεται πως για να αποφασίσεις να αντιδράσεις στο κακό, πρέπει να το πάθεις και ο ίδιος, να ταυτιστείς. Αυτή ήταν η ήσυχη διαμαρτυρία ενός παιδιού που δεν ήταν καν Έλληνας, σε μια Ελλάδα που έχει αλλάξει. Η γιορτή του Πολυτεχνείου δεν είναι εθνική, ούτε θρησκευτική. Είναι για όλους, για να θυμόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Μια ειρηνική διαδήλωση των φοιτητών και του λαού καταπνίγηκε αιματηρά, ενώ τα αυταρχικά ανθρωπάκια έδωσαν και την Κύπρο στους Τούρκους. Η εθνική αυτή τραγωδία ήταν το τέλος εκείνης της εποχής. Εδώ ταιριάζει καλύτερα το σύνθημα των Κυπρίων ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.
Τώρα, άλλοι θέλουν να ενδιαφερθούν για τη νέα μορφωμένη γενιά, άλλοι θέλουν να καταστρέψουν εντελώς την παιδεία και μετά να λένε ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι καλά. Γιατί βέβαια αυτοί και στο Διάστημα να υπήρχαν πανεπιστήμια θα είχαν χρήματα για να πάνε. Όπως για παράδειγμα τα παιδιά του «καλού πατριού» υπουργού υγείας.